πρακτήρ — πρᾱκτήρ , πρακτήρ doer masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρηκτῆρα — πρακτήρ doer masc acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρηκτῆρας — πρακτήρ doer masc acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρηκτῆρες — πρακτήρ doer masc nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρηκτῆρος — πρακτήρ doer masc gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρηκτήρ — πρακτήρ doer masc nom sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πράττω — ΝΜΑ, πράσσω ΜΑ, ιων. τ. πρήττω, ιων. επικ. τ. πρήσσω, κρητ. τ. πράδδω, Α 1. εκτελώ, διενεργώ, κάνω (α. «έπραξε το καθήκον του» β. «οἱ μὲν δὴ ταῡτ ἔπραξάν τε καὶ ἔλεξαν», Ξεν. γ. «τοῡ πράττειν πάντα, Δέσποτα, τὰ τῆς οἰκείας γνώμης», Πρόδρ.) 2. (το … Dictionary of Greek
πράκτης — και, ιων. τ., πρήκτης, ὁ, Α 1. πρακτήρ* 2. (ο ιων. τ.) ὁ πρήκτης προδοτικός, άπιστος, δόλιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πρακ τού πράττω* + επίθημα της (πρβλ. φράκ της)] … Dictionary of Greek
πράκτορας — ο, η / πράκτωρ, ορος, ΝΑ, θηλ. και πρακτόρισσα, Ν, και πρακτόρεια, Α νεοελλ. 1. (νομ.) φυσικό ή νομικό πρόσωπο που διεκπεραιώνει, με αμοιβή, ξένες υποθέσεις ή παρέχει συμβουλές και πληροφορίες κατά τις συναλλαγές, όπως λ.χ. για αγορά πραγμάτων,… … Dictionary of Greek
πρακτήριος — ον, ΜΑ [πρακτήρ] μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ πρακτήριον πρακτική, δραστηριότητα αρχ. δραστήριος, αποτελεσματικός, δραστικός … Dictionary of Greek